Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Δυό λέξεις για τη μαφία- και για την αντιμαφία

α

Ενάντια στην παρασιώπηση, κάποτε επιρρεπές σε αντεκδικήσεις, στην γειτονική Ιταλία έχει ανδρωθεί την τελευταία δεκαπενταετία ένα κοινωνικό κίνημα που συμβατικά αποκαλείται antimafia. Ανάμεσα σε άλλες υλικές του κατακτήσεις, η πιο εναργής είναι η απαλλοτρίωση γαιών που ανήκαν σε μαφιόζους και η διανομή τους στις τοπικές κοινότητες, σε χωριά της Δυτικής Σικελίας[1].

Για την οικονομία του χώρου στο παρόν κείμενο, θα χρησιμοποιηθεί η έννοια «μαφία» ως αφαίρεση επιμέρους στρατηγικών αλλά και τοπικών επιτελέσεων που διαφέρουν σε κάθε cosca (διευρυμένη οικογένεια) και clan (φατρία). Επιλέγεται ο όρος «μαφία» εδώ ως ταυτόσημος με πολιτικές της Κόζα Νόστρα και «μαφίες» όταν υποννοείται αναφορά σε όλες τις οργανώσεις τέτοιου τύπου με βάση την Ιταλία. Με ανθρωπολογικούς όρους, είναι αλήθεια, η μαφία ως γενική δομή είναι προβληματικό αναλυτικό εργαλείο. Στην πραγματικότητα, η μαφία «είναι» ένα πολύπλοκο, πολύμορφο φαινόμενο ριζωμένο σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού, με μιας μορφής συνενοχή του πολιτικού κόσμου και σαφώς σε συνεχή διαντίδραση με την οικονομική ζωή της κοινότητας που το γεννά. Η μαφία είναι οργανωμένο έγκλημα με το ειδικό βάρος ενός βαθμού κοινωνικής συναίνεσης. Είναι ένα φαινόμενο πολιτισμικά ενημερωμένο, έντονα διαταξικό και με παρουσία σε όλες τις διαστάσεις της συλλογικής οργάνωσης (με επιρροή για παράδειγμα σε εκλογικά σώματα, ποδοσφαιρικές κερκίδες, εκκλησιάσματα) ή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (με εποπτεία στην στρατηγική των τραπεζών, του ελεύθερου ανταγωνισμού, της επενδυτικότητας). Το δυστέκμαρτο της μαφίας έχει να κάνει με την έντονη διεισδυτικότητα που έχει σε άτομα και θεσμούς πέρα από τον στενό, μετρήσιμό της κύκλο μελών[2].

Επιστρέφοντας στην αντιμάφια –αν ορίσουμε σύνολο το κίνημα με έναν όρο- θα την ορίζαμε ως ένα ιθαγενές κοινωνικό κίνημα που υπερασπίζει και επιβάλλει τα ‘αυτονόητα’ –τουτέστιν την αστική νομοθεσία που οι αντιπρόσωποι του λαού έχουν ψηφίσει μέσω των θεσμών που το πολιτικό σώμα επιλέγει. Παρόμοιες εμπειρίες κινημάτων όχι αμφισβήτησης αλλά στήριξης της θεσμισμένης έννομης τάξης- έχουν υπάρξει και στην χώρα μας: για παράδειγμα το ιστορικό 1-1-4 και η φερώνυμη ‘γενιά’- ένα λαϊκό κίνημα που κατάφερε να συντείνει στις συνιστώσες του στοιχεία που υποτίθεται πως συνασπίζουν τις διάφορες και διαφορετικές δημόσιες γνώμες.

Παραμερίζοντας την όποια αντίρρηση μπορεί μια ανάλυση τύπου Carl Schmitt να εγείρει όσον αφορά την συνάφεια ενός συνόλου θετών κανόνων δικαίου με μια κοινωνική πραγματικότητα ομόφωνης παραδοχής της αξίας των, μπορούμε ενδεχομένως να αναγνωρίσουμε στην θεσμισμένη συνταγματική τάξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας έναν σπουδαίο βαθμό πολιτικής σύγκλισης μεταξύ διάφορων τάσεων. Ο -έστω υποκριτικός- σεβασμός για παράδειγμα του δικαιώματος στη ζωή δεν μπορεί να λείπει από κανένα πολιτικό πρόγραμμα, οσοδήποτε ακραίο.

Κι όμως στον ευρωπαϊκό χώρο υφίστανται ακόμη ομαδώσεις των οποίων η οικονομική δράση δεν αμφισβητεί απλά την νομιμότητα αλλά την αντικαθιστά με ένα οιονεί ολοκληρωμένο σύστημα αξιών που επιβάλλεται σε πολίτες που κατά τα άλλα εκφράζουν συμπόρευση με τις συνταγματικές αρχές. Το δίκτυο δράσης των εν λόγω παράνομων ομάδων, που διαθέτει έναν υπέρτατο νόμο που τις ενώνει –την Σιωπή- οργανώνει μεθόδους κοινωνικού ελέγχου του πολιτικού και οικονομικού χώρου κατά το δοκούν. Δημιουργεί έτσι ένα μικροσύστημα που επιβιώνει στους κόλπους του νόμιμου συστήματος –αυτού που εδράζεται στη λαϊκή κυριαρχία- το οποίο δρα εντός κι εκτός, εναντίον και παράλληλα, ακόμη κι αντικαθιστώντας το κράτος δικαίου. Οι μαφίες αμφισβητούν σύνολη τη νομιμότητα ή την κάμπτουν προς ίδιον όφελος- δεν έχουν τίποτα το ανατρεπτικό.


β

Έχει ειπωθεί ότι το κίνημα ενάντια στις μαφίες στον ιταλικό χώρο μπορεί να είναι απλά μια προσπάθεια σύστασης μιας αστικής κοινωνίας πολιτών κατά τα πρότυπα του Βορρά. Ιστορικά, η νοητή διττή σύσταση της Ιταλίας οφείλει την παραδοξότητά της εν πολλοίς στην διακριτή ιστορική διαδικασία προς την εθνική ολοκλήρωση που είχαν ο Βορράς και ο Νότος. Πρόκειται για μια διαδικασία που πολλοί από τους πληροφορητές μου στην Σικελία αναγνωρίζουν ως καταστατικά προβληματική για τον τόπο τους.

Συγκεκριμένα, στις βόρειες επαρχίες της χώρας και ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα κυριάρχησε ένα πολιτειακό status που θυμίζει ένα οιονεί αρχαιοελληνικό σύστημα κυριαρχίας. Έτσι, οι πόλεις στην Τοσκάνη ή στην Λομβαρδία αναπτύσσονταν οικονομικά μέσα στα κλειστά στους ξένους τείχη τους κι επεκτεινόμενες σε γειτονικές κτήσεις για περαιτέρω εισροή κεφαλαίου πάντα στο αστικό κέντρο. Πρόκειται για μια πολυαίωνη παράδοση, που με την εξαίρεση του γύρω από την Ρώμη παπικού κράτους, καθιέρωσε μια διάθεση βίωσης του πολιτικού εαυτού πρώτον στο πολύ τοπικό επίπεδο της πόλης-πατρίδας και, μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση, περαιτέρω σε έναν πιο γενικό χαρακτήρα συνομοσπονδιών και συμμαχιών. Η πόλη-κράτος με την ταχεία της κι ευέλικτη ανάπτυξη είδε όχι μόνο άνθιση της πολιτικής σκέψης καθαυτήν (αρκεί να δει κανείς την Φλωρεντία του Μακιαβέλλι και πριν από αυτόν για να πειστεί) αλλά και της πολιτειακής συνείδησης και συμμετοχής[3]. Η αστική αυτή εγγύτητα με την εξουσία μαζί με την συνεταιριστική ανάπτυξη μιας διακομιστικής και χρηματιστικής οικονομίας –οι πρώτες τρέπεζες του κόσμου κάνουν την εμφάνισή τους στην Τοσκάνη τον 13ο αιώνα- και την παράδοση συνδιαχείρησης της πολιτικής εξουσίας –σε πόλεις σαν την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας ήδη από τον 10ο αιώνα- οδήγησε σε βαθιά πολιτική ωριμότητα που πολλές πόλεις του Βορρά απολαμβάνουν μέχρι σήμερα. Η παρουσία αστικών κέντρων όπως η Πάδουα, η Μπολόνια και το Τορίνο στους εργατικούς και φοιτητικούς αγώνες στις τελευταίες δεκαετίες είχε πανευρωπαϊκό αντίκτυπο[4].

Αντίθετα, ο ‘φτωχός’ Νότος, τουτέστιν η ζώνη εκείνη νοτιότερα της Ρώμης ή έστω από την Καμπάνια και κάτω, με μέγεθος όσο η Ελλάδα και διπλάσιο πληθυσμό, παρέμεινε για αιώνες και μέχρι το 1860 έρμαιο δυνάμεων αυτοκρατορικού χαρακτήρα με κέντρα πάντα εκτός της Ιταλιώτικης χερσονήσου. Η Νάπολη –τρίτο σε μέγεθος αστικό κέντρο της Ευρώπης στις αρχές του 19ου αιώνα, δείγμα συγκεντρωτισμού- παρέμεινε υπό ‘ξένη’, απολυταρχική κυριαρχία για περισσότερα χρόνια από την Αθήνα. Η διαφορά εξάλλου έχει κυρίως να κάνει με το σύστημα έγγειου ελέγχου: στην ελληνική περίπτωση, η μικρή ιδιοκτησία ήταν κυρίαρχη πραγματικότητα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η τελευταία πολιτική δύναμη παρούσα στη Νότια Ιταλία ήταν η Βουρβωνική δυναστεία μεικτής ισπανικής (Αραγωνία) και αυστριακής ‘εθνικότητας’[5]. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική οργάνωση της βουρβωνικής αυτοκρατορίας, όπως και των καθεστώτων που προηγήθηκαν αυτής εμπέδωσαν έναν απολυταρχικό τρόπο διοίκησης κι ένα φεουδαλικό σύστημα οργάνωσης της οικονομίας που –και από αυτό το σημείο ίσως εκκινά η ακτίνα του φαύλου κύκλου της μαφιόζικης οικονομίας- δεν θα διαλυθεί ούτε μετά την Ιταλική ενοποίηση και το έθνος-κράτος που γνωρίζουμε σήμερα περίπου. Μέχρι και το 1950, το φεουδαλικό σύστημα διοίκησης της αγρο-κεντρικής οικονομίας είναι κυρίαρχο. Ο Νότος παραμένει έτσι και στις επόμενες δεκαετίες ο μεγάλος ασθενής: αργόσυρτος, σχεδόν “εξωιστορικός”, παρακολουθεί εξελίξεις και παρασύρεται από αυτές χωρίς να τις διαμορφώνει: και το δέσιμό του στο άρμα της πολιτικής αντίδρασης, μέσω και της μαφίας, συντείνει στον περιορισμό των κινηματικών διαδικασιών.

Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, από το παράθυρο βλέπω τους λόφους του Altobelice, στην ενδοχώρα του Παλέρμο: ανάμεσα στα ατέλειωτα εκτάρια γης, χάσκουν ακόμη τα απομεινάρια της φεουδαρχίας, στην μορφή των masserie, των φοβερών κτισμάτων που, σε γήινα χρώματα, καδράρονται με τα αμπέλια και τα χωράφια. Ήταν μέχρι δύο γενιές πριν οι μόνιμοι αγροκοιτώνες των παροίκων που δούλευαν μπιστικοί στο φέουδο κάποιου ευγενή που έμενε στο Παλέρμο, έχοντας αφήσει την διαχείριση της γής του στον τοποτηρητή του, τοπικό μεσάζοντα...


γ
Η ανισομερής ανάπτυξη της συμμετοχής στην πολιτική ζωή στην ιταλική κοινωνία αντανακλά αυτόν ακριβώς τον διαχωρισμό που προηγήθηκε της Ενοποίησης. Στα κενά της επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ του φεουδαλικού και του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και παράλληλα μεταξύ του συγκεντρωτικού αστικού κράτους με τις αστικές του ελευθερίες και της αυτοκρατορικής διοίκησης με την τοποτηρητικού χαρακτήρα περιφερειακή διοίκηση, άνθισε η δραστηριότητα των gabellotti (μεσαζόντων- αυτών που μεσολαβούσαν μεταξύ της πανίσχυρης αριστοκρατικής τάξης, και των ακτημόνων, καρπούμενοι την γαιοπροσόδο). Από την άτυπη αυτή παρασιτική «μεσαία τάξη» θα ξεπηδήσει η λογική της μεσολάβησης, της οπλοχρησίας, της ‘τιμής’, της ‘προστασίας’- όλων εκείνων των δομών που θα μεταλάξουν αυτή την οιονεί-τάξη στην ιστορική Μαφία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες αναφορές σε μία παράλληλη, άνομη οικονομία γίνονται πάντα στην ίδια περίοδο, αυτή του Risorgimento και του περάσματος στην μοντερνικότητα σύνολης της ιταλιώτικης χερσονήσου, πάντα με δύο ταχύτητες[6]. Οι gabellotti με την δράση τους δημιούργησαν μετά από γενιές μια «δομημένη δομή που γεννά δομούσα δομή»- αυτό που ο Bourdieu αποκαλεί habitus: ένα σύστημα κοινωνικού ελέγχου τόσο ενσωματωμένο στην κοινωνική λειτουργικότητα που έγινε αδιόρατο από όσους μετέχουν σε αυτή.

Βέβαια ο κλασσικός μύθος που από την εποχή του Hess[7] συνοδεύει το μαφιόζικο φαινόμενο θέλει την εγκληματικότητα αυτού του είδους να εξαρτάται και να καθορίζεται από συνθήκες υπανάπτυξης. Στην πραγματικότητα οι μαφίες χρώνται των ευκαιριών που προσφέρει τόσο η ανέχεια όσο και η πλησμονή- καλύτερα: βρίσκονται στις ιδανικές συνθήκες όταν εκμεταλλεύονται ένα δυσλειτουργικό μοντέλο ανάπτυξης. Έτσι, ‘ο Ιταλικός νότος δεν υπήρξε ποτέ φτωχός σε πηγές- είναι ακριβώς ο έλεγχος επί των πηγών που καθιστά την οικονομική πραγματικότητα ασταθή και εύθραυστη, εύκολο θύμα της επιχειρηματικότητας των μαφιών’[8], όπως δεικνύει πχ η αντιμετώπιση των σεισμών στην Καμπάνια στις αρχές του ’80 με την αυθαίρετη ανοικοδόμηση από τις εταιρείες των φατριών σε μοτίβα στεγαστικού χάους.

Στο διεθνοποιημένο επίπεδο ανάλυσης, αυτό το μοντέλο ανισομερούς ανάπτυξης σημαίνει την παρασιτική παρείσφρυση της μαφιακής επιχειρηματικότητας στις συρραφές μεταξύ του Αναπτυσσόμενου κόσμου και του Μεταβιομηχανικού: για παράδειγμα, η ναπολιτάνικη καμόρρα [camorra] πρωτοστατεί στην εξαγωγή επικίνδυνων και τοξικών απορριμάτων από την Ευρώπη σε χώρες όπως η Σομαλία, ενώ η ‘ντράνγκετα [‘ndrangheta] της Καλαβρίας εκμεταλλεύεται την ακόμα ακαθόριστη νομοθεσία περί συντελεστή δόμησης στις παρευξείνιες χώρες, οικοδομώντας μαζικά τουριστικά μεγαθήρια στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.



δ
Η μαφία είναι ίσως λοιπόν το κατ’εξοχήν οικονομικό φαινόμενο πολλαπλής παρουσίας στον κοινωνικό χώρο και παράλληλης δραστηριότητας στην πολιτική σκηνή. Είναι μια par excellence ιστορική δυναμική τόσο όσον αφορά το πεδίο απόσπασης κεφαλαίου όσο και αυτό της επένδυσής του, με την έννοια της συνεχούς υπέρβασης στεγανών στην εξέλιξη της δραστηριότητάς της.

Έτσι, απαιτούνται συνθετικές αναγνώσεις, στην παράδοση του Πολάνυι[9], και αναφορές σε επάλληλα θεωρητικά πεδία για την εντόπισή της στον κοινωνικό χώρο (ας μην ξεχνάμε ότι η καταστατική πράξη σύστασής της είναι… η ηθελημένη απουσία αναφοράς σε αυτήν από τα κοινωνικά υποκείμενα) και την ανάλυση της δύναμης και δυναμικής της.

Σε σχέση με το Κράτος, η οργανωμένη εγκληματικότητα λαμβάνει εν ανάγκει την μορφή του αντικρατικού αγώνα, ή καλύτερα της πάλης για την διάρρηξη της νομικής ομαλότητας και της έννομης τάξης. Το αντι-Κράτος της μαφίας συνίσταται όχι στην ιδεολογική επίθεση στην καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά στην πρόταση συγκεκριμένων πολιτικών που καθιστούν οργανική την θέση της ίδιας στον δημόσιο χώρο. Για την μαφία το κράτος δεν προσωποποείται, αλλά ούτε λογίζεται στην εγελιανή του αφαίρεση. Αντιθέτως, γίνεται προσπάθεια αποσύνδεσης της προσωπικότητας από το λειτούργημα που φέρει. Άρα στην μαφιόζικη ανθρωποκτονία δεν εξοντώνεται το πρόσωπο συγκεκριμένα, αλλά το πολιτικό δυναμικό που το θύμα φέρει- εκείνη η σύμπτωση προσωπικών δυνατοτήτων και επαγγελματικότητας που μετουσιωμένα πχ στον κοινωνικό ρόλο του εισαγγελέα, καθιστούν τον συγκεκριμένο λειτουργό της δικαιοσύνης επισφαλή για τα οφέλη της οργάνωσης. Εξ άλλου, δεν στοχεύει η εν λόγω βία στον θώκο καθ’εαυτόν∙ στην πραγματικότητα η ύπαρξη της εισαγγελίας ως θεσμού δεν ανησυχεί την οργάνωση, που σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει την ισχύ για την συνολική του αποσάρθρωση. Ένα χτύπημα «στην καρδιά του Κράτους»[10] δεν έχει νόημα για τον μαφιόζο- είναι το αποτελεσματικό κράτος που εχθρεύεται, ένας μηχανισμός που βρίσκεται στην υπηρεσία της αστικής και ποινικής νομιμότητας με διάθεση όχι παρηγορητική αλλά εισχώρησης στην γεννεσιουργό αιτία της μαφιόζικης επιτυχίας. Ο νομικός ανδριάντας που ο Φαλκόνε[11] άφησε πίσω και ο βασικός λόγος της δολοφονίας του ήταν η διάθεσή του και εν πολλοίς η ικανότητά της ομάδας του να διειδούν στις μαφιόζικες τραπεζικές καταθέσεις την προέλευση του αρχικού κεφαλαίου και την προσέλευση νέων εμβασμάτων. Ο νομικός αγώνας του Φαλκόνε που θα συνοψιζόταν στην φράση του «είμαι απλά ένας υπηρέτης του κράτους σε μια terra infidelium» δεν στρέφεται μόνο έναντι της έλλειψης συνεργατικής διάθεσης από πλευράς κομματιού του σικελικού πληθυσμού αλλά αποτελεί κυρίως και στηλίτευση της κρατικής απραγίας στην προσπάθεια αυτή.

Βεμπεριανές ιδεοτυπικές διοικήσεις δεν υπάρχουν- και αν συλλογιστεί κανείς την απόλυτη διαφθορά της δημόσιας διοίκησης στα καθ’ημάς, είναι εύλογο να συμπεράνει ότι η μαφία δεν είναι εγγενές πολιτισμικό φαινόμενο μιας υποστασιοποιημένης Σικελίας. Μια χώρα χωρίς στέρεα οικονομική δομή, χωρίς πρωτογενή παραγωγή, της οποίας η ανάπτυξη συνδέεται με την ανοικοδόμηση και το θερινό φρούτο της αντιπαροχής, είναι εύκολο να αναπτύξει αντισώματα στην παραβατικότητα: χρειάζεται απλά διεφθαρμένη κρατική μηχανή (αντιπαροχή και μίζα), εργασιακή επισφάλεια (‘μαύρη’ οικοδομική εργασία) και κοινωνική ανοχή (καθένας και το εξοχικό του). Η αυθαίρετα χτισμένη Ελλάδα μπορεί εύκολα να θυμηθεί τις καλοκαιρινές πυρομανίες των εργολάβων- με αποκορύφωμα το οικολογικό ολοκαύτωμα του Αύγουστου 2008˙ συσχετισμοί μπορούν να γίνουν εύκολα- εντόπια αντιμάφια όμως υπάρχει;

[1] Σε ένα από αυτά πραγματοποιώ την εθνογραφική έρευνα πεδίου μου, που διαρκεί ένα χρόνο- ολόκληρο τον αγροτικό κύκλο παραγωγής. Το παρόν κείμενο στηρίζεται εν μέρει σε παρατηρήσεις που συνέλεξα σε ολιγόμηνη έρευνα πεδίου στην Σικελία το 2007.
[2] Τα «μέλη» καθεμιάς από τις Κόζα Νόστρα (Σικελία), καμόρρα (Καμπάνια) και ‘ντράνγκετα (Καλαβρία) δεν ξεπερνούν τις 5000-6000.
[3] Putnam, Robert: Making Democracy Work: Civic Traditions in Modern Italy (1993)
[4] Το μοντέλο του Πάτναμ δεν είναι άμοιρο υποστασιοποιήσεων πάντως: χαρακτηριστικό είναι ότι η μεταβιομηχανικές Λομβαρδία και Βένετο είναι περιοχές υψηλής συμπύκνωσης ρατσιστικών και ξενοφοβικών στοιχείων, που βρίσκουν και πολιτική έκφραση στη Λέγκα του Βορρά- όταν ο Νότος είναι εν γένει ανεκτικός στη διαφορετικότητα.
[5] Ο Μπροντέλ έχει καταδείξει το οξύμωρο της έννοιας εθνικότητα όταν εφαρμοζεται σε αυτοκρατορικό σύστημα διοίκησης: Μεσόγειος (2000)
[6] Τόσο το αριστούργημα του Λαμπεντούζα ‘ο Γατόπαρδος’ όσο και η ομώνυμη ταινία του Βισκόντι αποτελούν διεισδυτικές αναπλάσεις της σκέψης και έξοχες τοιχογραφίες του κλίματος της εποχής.
[7] Herner Hess: Mafia and Mafiosi- Origin, Power and Myth, (1963)
[8] Ουμπέρτο Σαντίνο, Dalla Mafia alle Mafie (2007).
[9] Πολάνυι, The Great Transformation (2000)
[10] Ερυθρές Ταξιαρχίες
[11] Πρώτα Δικαστής και έπειτα Εισαγγελέας (δημόσιος κατήγορος) που κινητοποίησε εντάλματα εναντίον εκατοντάδων μελών της Κόζα Νόστρα, μέχρι την εντυπωσιακή του δολοφονία το 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια: